Το γραφείο μας χειρίστηκε υπόθεση τραυματισμού πεζής από διερχόμενη δίκυκλη μοτοσικλέτα. Η πεζή επιχείρησε να διασχίζει κάθετα κεντρικό δρόμο, διπλής κατεύθυνσης με διπλή διαχωριστική γραμμή στη μέση στην περιοχή των Αθηνών, εκτός διάβασης των πεζών, η οποία ευρισκόταν σε απόσταση 25 μέτρων. Κατά δε τη στιγμή της παράσυρσής από τη μοτοσικλέτα, η πεζή είχε διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος. Το Εφετείο Αθηνών ανέτρεψε την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε κρίνει την πεζή ως αποκλειστικά υπαίτια για τον τραυματισμό της. Με την απόφαση του Εφετείου κρίθηκε ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσικλέτας συνυπαίτιος για την πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της πεζής σε ποσοστό 70% και η πεζή μόλις σε ποσοστό 30% (συνυπαίτια για τον τραυματισμό της). Συνακόλουθα, το Εφετείο της επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αποζημίωση για πλασματικές αμοιβές για βοήθεια τρίτων προσώπων κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, αλλά και της ανάρρωσης της κατ΄ οίκον, δαπάνη βελτιωμένης διατροφής κ.α.
«……Ειδικότερα, ο µεν οδηγός της μοτοσυκλέτας διότι, αντίθετα µε όσα επιβάλλουν οι ουσιώδεις κανόνες της ασφαλούς οδήγησης που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 17 παρ. 1, 2 εδ. α’ και 3 περ. στ’, 19 παρ. 1 και 2 και 39 παρ. 1 του ν. 2696/1999 «Περί Κυρώσεως του ΚΟΚ», διαπράττοντας τις αντίστοιχες παραβάσεις που τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο µε το πιο πάνω επελθόν επιζήμιο αποτέλεσμα, ενώ οδηγούσε νύχτα, διέσχιζε κατοικημένη περιοχή µε αυξημένη κίνηση πεζών που έστω και παρανόμως κατέρχονται στο οδόστρωμα, πλησίαζε σε σημείο της οδού µε φωτεινούς σηματοδότες στην πορεία του και υπήρχαν μπροστά του ακινητοποιηµένα αυτοκίνητα που είχαν διακόψει την πορεία τους προ του ερυθρού φωτεινού σηματοδότη, δεν φρόντισε να ελέγχει συνεχώς τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε και το χώρο γύρω και μπροστά από αυτήν ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς και επιπλέον εκινείτο µε αυξημένη για τις πιο πάνω περιστάσεις ταχύτητα, η οποία δεν αποδείχθηκε µεν ότι υπερέβαινε το ανώτατο στο σημείο επιτρεπόμενο όριο των πενήντα (50) χιλιομέτρων την ώρα ήταν όμως ανώτερη από εκείνο που επέβαλαν οι προαναφερθείσες περιστάσεις, την οποία όχι µόνο δεν ρύθμισε εγκαίρως λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, αλλά ούτε ανέκοψε αυτήν μειώνοντάς την αναλόγως ώστε να µπορεί να διακόψει την πορεία του πριν από κάθε εμπόδιο που μπορούσε να προβλεφθεί και βρισκόταν σε ορατό για αυτόν σημείο της οδού. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν επιζήμιο αποτέλεσμα, ήταν να µην αντιληφθεί εγκαίρως την ενάγουσα-πεζή, η οποία κατά το χρόνο του ατυχήματος είχε διασχίσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος κατά τα προεκτεθέντα, και να επιπέσει επί του σώματός της, αν και ευχερώς μπορούσε, αφού η οδός στο σημείο εκείνο εκτείνεται ευθεία σε ικανή απόσταση και η ορατότητά του δεν περιοριζόταν από κανένα εξωτερικό φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο, να την αποφύγει οδηγώντας όπως όφειλε µε σύνεση, έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και ανακόπτοντας την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε, αλλά και όταν την αντιλήφθηκε καθυστερημένα, μόλις την τελευταία στιγμή, δεν εκτέλεσε κανένα αποφευκτό ελιγμό ούτε τροχοπέδησε αφού δεν βρέθηκαν στο σημείο ίχνη τροχοπεδήσεως, παρόλο που αυτά επέβαλαν οι προαναφερθείσες αντικειμενικές συνθήκες και η ύπαρξη της πεζής εντός του οδοστρώματος Η δε πεζή διότι, αν και μπορούσε ευχερώς να χρησιμοποιήσει µε ασφάλεια την προκαθορισμένη µε ανάλογη σήμανση και διαγραμμιζόμενη διάβαση πεζών που υπήρχε στην κοντινή απόσταση των 25,70 μέτρων μπροστά από το σημείο του ατυχήματος, η οποία αν και αποχρωματισμένη ήταν ορατή από τους χρήστες της οδού, κατήλθε στο οδόστρωμα σε σημείο όπου δεν υπήρχε διάβαση πεζών και επιχείρησε να το διασχίσει χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί επαρκώς, όπως όφειλε και μπορούσε, αν μπορούσε να προβεί στην κίνηση αυτή προκειμένου να διασχίσει µε ασφάλεια ολόκληρο το οδόστρωμα δίχως να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων επί του οδοστρώματος που διέσχιζε καθέτως και χωρίς να λάβει υπόψη τον πιθανό κίνδυνο για την ίδια και τους επερχοµένους οδηγούς από την κινούμενη δεξιά της µε την πιο πάνω ταχύτητα µμοτοσυκλέτα. Επέδειξε, δηλαδή και αυτή, συμπεριφορά, η οποία, όντας ικανή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα, το προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, έστω και αν αυτό συνέβη και από υπαιτιότητα του οδηγού της μοτοσυκλέτας, και έτσι συνδέεται αιτιωδώς προς την αμέλεια αυτή της παθούσας (άρθρα 330 του ΑΚ, 12 παρ. 1 εδ. α’ και 38 του ν. 2696/1999 «Περί Κυρώσεως του ΚΟΚ»). Η παράβαση εκ μέρους της πεζής των πιο πάνω διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου µμεταξύ της παραβάσεως αυτής και του ατυχήματος δεν αναιρεί την υπαιτιότητα στην πρόκληση και την έκταση αυτού του οδηγού της μοτοσυκλέτας, καθόσον μάλιστα μόνη η τήρηση των ελάχιστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο παραπάνω Κώδικας στους οδηγούς οχημάτων κατά την οδήγησή τους δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων αυτών, όταν ιδίως οι περιστάσεις το επιβάλλουν προς αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος, ή την μείωση των εξ αυτού επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 576/2000 ΕλλΔνη 41.1594, ΑΠ 447/2000 ΕλλΔνη 41.1309, ΑΠ 341/1999 ΕλλΔνη 40.1528). Αντιθέτως, υποχρέωση κάθε οδηγού, όπως και του οδηγού της μοτοσυκλέτας, είναι να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή προς τους πεζούς και να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος που οδηγεί όταν ιδίως βρίσκονται, έστω και παρανόμως, πεζοί στην τροχιά του, επιτρέποντας στους τελευταίους να απομακρυνθούν. Από τις διδαχές της κοινής πείρας, εξάλλου, είναι γνωστό ότι κατά την κυκλοφορία των οχημάτων στην οδό παρουσιάζονται πάντοτε απρόοπτες καταστάσεις, οι οποίες επιβάλλουν την επιχείρηση άμεσης αναγκαστικής τροχοπεδήσεως ή και άλλων κατάλληλων αποφευκτικών ελιγμών, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητη η επέλευση τροχαίου ατυχήματος, αν και εφόσον ο οδηγός κινείται µε την αναγκαία σύνεση και προσοχή στην οδήγηση και µε την επιβαλλόμενη για τις περιστάσεις ταχύτητα. Ενόψει τούτων, εκτιμώντας το Δικαστήριο, κατά τα άνω εκτεθέντα, τη βαρύτητα υπαιτιότητας καθενός των εμπλακέντων, οδηγείται στην κρίση ότι το ένδικο ατύχημα οφειλόταν σε αμέλεια µεν κατά ποσοστό 30% της πεζής, σε αμέλεια δε κατά ποσοστό 70% του οδηγού της μοτοσυκλέτας, κατά τη νόμιμή και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν ένσταση εκ της διατάξεως του άρθρου 300 του ΑΚ περί συνυπαιτιότητας της πεζής στην επέλευση του ατυχήματος και στον τραυματισμό της. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο µε την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι αποκλειστικώς υπαίτια του ατυχήματος και του επελθόντος αποτελέσματος αυτού είναι η ίδια η πεζή-ενάγουσα και µε την παραδοχή αυτή απέρριψε την αγωγή της τελευταίας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις…».