Το γραφείο μας χειρίστηκε με επιτυχία υπόθεση πελάτη μας, ο οποίος πείστηκε από συνεργάτη της εταιρείας στην οποία ασφάλιζε την αστική ευθύνη για τις προς τρίτους υλικές ζημιές που προκαλούνται από την κυκλοφορία της δίκυκλης μοτοσικλέτας του, να υπογράψει δήλωση ανάκλησης της αρχικής του δήλωσης ατυχήματος αλλά και δήλωση άφεσης χρέους. Το περιεχόμενο της εν λόγω δήλωσης ήταν ότι παραιτείται από κάθε αξίωση και δικαίωμα που απορρέει από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και αναλαμβάνει με δικά του έξοδα να καλύψει τις απαιτήσεις του ιδιοκτήτη του οχήματος στο οποίο προκάλεσε υλικές ζημιές. Πρόκειται για μία παλαιά τακτική κάποιων ασφαλιστικών εταιρειών, η οποία παλαιότερα είχε οδηγήσει σε καταφανώς άδικες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων αλλά ήδη από το έτος 2002 και δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 151/2002 απόφασης του Αρείου Πάγου οι παραπάνω άδικες συνέπειες για τους ανυποψίαστους ασφαλισμένους είχαν πάψει να υφίστανται. Όμως 15 έτη αργότερα επανέρχονται στο προσκήνιο αντίστοιχες πρακτικές, οι οποίες χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και σωστών νομικών χειρισμών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αποδείξαμε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών ότι ο πελάτης μας οδηγήθηκε στην συγκεκριμένη δήλωση ανάκλησης και άφεσης χρέους από ουσιώδη πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά και για τον λόγο αυτό η δήλωση του ήταν άκυρη, διότι εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση – εν προκειμένω ότι θα πληρώσει ο ίδιος τα χρήματα στον ζημιωθέντα για την ζημία που του προκάλεσε και όχι η ασφαλιστική εταιρεία – δεν θα επιχειρούσε την συγκεκριμένη δικαιοπραξία (δήλωση). Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς μας και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 52/2017 απόφασή του, απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε :
«…..Τα άρθρα 140 και 141 ΑΚ ορίζουν αντιστοίχως ότι, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, µε τη βούλησή τoυ έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας καθώς και ότι, «η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η πλάνη αυτή κατά τη δήλωση βουλήσεως, ήτοι η διάσταση μεταξύ δηλώσεως και βουλήσεως, συνεπεία εσφαλμένης από τον δηλούντα, της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βουλήσεως πραγματικής καταστάσεως, η οποία (πλάνη) µπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ),που είναι δυνατόν να παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας όταν είναι ουσιώδης, µπορεί να αφορά ακόµη και στο περιεχόμενο της δηλώσεως, ακόµη και αν αυτή έχει σχέση µε το δίκαιο, και δη ως προς το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή ως προς τις νομικές συνέπειες κάποιας δηλώσεως (ΑΠ 151/2002 NOMOS).
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν επιπλέον τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Αμέσως µετά το προαναφερόμενο ατύχημα ο παρεμπιπτόντως εναγόµενος, υπέβαλε προς την κυρίως εναγοµένη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα την από 10.11.2014 δήλωση για τις; συνθήκες του ατυχήματος. Στη συνέχεια όμως, την 8.4.2015, µε νέα δήλωσή του, ανακάλεσε την προηγούμενη δήλωσή του, αναλαμβάνοντας να καταβάλει εξ ολοκλήρου στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε ποσό το οποίο αυτή θα κατέβαλε στον ζημιωθέντα κυρίως ενάγοντα. Η δήλωση αυτή, που απηύθυνε προς την παρεμπιπτόντως ενάγουσα η οποία είχε πραδιατυπωµένο περιεχόμενο εμφανίζοντας κενά µόνο ως προς το σημεία όπου θα έπρεπε να συμπληρωθούν το στοιχεία του δηλούντος, ο χρόνος και ο τόπος του ατυχήματος, τα στοιχεία της δήλωσης ατυχήματος και η ημερομηνία υποβολής της, περιείχε δήλωση προς σύναψη σύμβασης άφεσης χρέους. Πλην όμως αυτή είναι ακυρώσιμη, λόγω πλάνης του παρεμπιπτόντως εναγοµένου, που προκλήθηκε από την αντισυµβληθείσα υπάλληλο της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, αφού ο ανωτέρω εναγόµενος επειδή δεν ανέγνωσε το σχετικό έντυπο της δήλωσης, είχε την εσφαλμένη αντίληψη ότι υπέγραψε, µε την υπόδειξη της αρμόδιας υπαλλήλου της παρεμπιπτόντως ενάγουσας, η οποία ήταν υπάλληλος της δικής του ασφαλιστικής εταιρίας και ως εκ τούτου ήταν εύλογη η εντύπωση και η εμπιστοσύνη του ότι τούτη λειτουργούσε προς το συμφέρον του, έγγραφο το οποίο είχε ορισμένο περιεχόμενο και δη τις τελικές διατυπώσεις για την πληρωμή του κυρίως ενάγοντος από την παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ήτοι για την κάλυψη της ευθύνης του ατυχήματος από την ίδια, ενώ εάν γνώριζε ότι απηύθυνε δήλωση προς σύναψη σύμβασης άφεσης χρέους, δεν θα την επιχειρούσε, αφού η βούλησή του ήταν να αναλάβει η παρεμπιπτόντως ενάγουσα την ασφαλιστική της ευθύνη εκ της επελεύσεως του ατυχήματος και όχι να απαλλαγεί αυτή από την ευθύνη για το ατύχημα που είχε προκληθεί. Η πλάνη του δε αυτή είναι, κατά τα πρoεκτεθέντα, ουσιώδης και συνεπώς η μεταξύ της παρεμπιπτόντως ενάγουσας και του παρεμπιπτόντως εναγοµένου καταρτισθείσα σύμβαση ασφάλισης δεν κατέστη ανενεργή, συνεπεία της προαναφερόµενης σύμβασης άφεσης χρέους. Το ότι ο εναγόµενος βρισκόταν σε ουσιώδη πλάνη κατά το ανωτέρω, όταν υπέγραφε την ως άνω δήλωση ανάκλησης αποδείχτηκε κατά κύριο λόγο από την κατάθεση τoυ κυρίως ενάγοντα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στο ταυτάριθµα µε την παρούσα πρακτικά δίκης, ο οποίος, χωρίς να εξαρτά έννομο συμφέρον, δήλωσε επί λέξει τα εξής: « … ήρθε η ασφαλιστική εταιρία συμφώνησε, είχα πάρει τηλέφωνο στην ασφαλιστική εταιρία εγώ, µου λέει σε είκοσι (20) ημέρες να έρθετε να πληρωθείτε, μετά από είκοσι (20) ημέρες που πήρα τηλέφωνο μου λέει (σ.σ η ασφαλιστική) ήρθε ο Κ.. λέει και έκανε ανάκληση της δήλωσής του, μόλις τον πήρα τηλέφωνο εγώ τον Κ… μου λέει εγώ υπέγραψα ένα χαρτί μου λέει για να πληρωθείς έτσι μου είπε η κοπέλα (ενν η υπάλληλος της ασφαλιστικής) δεν υπέγραψα καμία ανάκληση ούτε ξέρω τι είναι η ανάκληση…»
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της……..»